κακόμετρος — in bad metre masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμετρον — κακόμετρος in bad metre masc/fem acc sg κακόμετρος in bad metre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομέτροις — κακόμετρος in bad metre masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομέτρους — κακόμετρος in bad metre masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμετρα — κακόμετρος in bad metre neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμετροι — κακόμετρος in bad metre masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομετρία — κακομετρία, ἡ (Α) [κακόμετρος] 1. πάπ. ελλιπές, μέτρο βάρους 2. (μετρική) εσφαλμένο μέτρο στίχου … Dictionary of Greek
κακομετρώ — άω (Α κακομετρῶ, έω) [κακόμετρος] (μτβ. και αμτβ.) μετρώ εσφαλμένα, κάνω κακή, εσφαλμένη μέτρηση ή απαρίθμηση, εξαπατώ κάποιον στο μέτρημα … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek